- σκήνωμα
- το1. σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής.2. λείψανο αγίου: Στην Κέρκυρα βρίσκεται το σκήνωμα του αγίου Σπυρίδωνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκήνωμα — quarters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκήνωμα — το, ΝΑ [σκηνῶ (III)] σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. μσν. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα τού αγίου Διονυσίου») μσν. αρχ. το σώμα τού ανθρώπου ως κατοικία τής ψυχής αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς… … Dictionary of Greek
σκηνωμάτων — σκήνωμα quarters neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνώμασι — σκήνωμα quarters neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνώμασιν — σκήνωμα quarters neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνώματα — σκήνωμα quarters neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνώματι — σκήνωμα quarters neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνώματος — σκήνωμα quarters neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
село — мн. сёла, укр. село, блр. село, др. русск. село жилище; селение; поле , ст. слав. село σκηνή, σκήνωμα; ἀγρός [ населенное место, дворы, жилые и хоз. постройки; поле, земля ] (в обоих знач. в Psalt. Sin.; см. Мейе, Et. 419), болг. село село ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
череща — шатер , только русск. цслав., также чьрща (XIII–XIV вв.; см. Срезн. III, 1502, 1570), ср. болг. очръшта, очрьшта (Болонск. псалт., Погодинск. псалт.) σκήνωμα. Недостоверно сравнение с др. инд. kr̥ttiṣ ж. шкура, кожа (Мi. ЕW 34; Бернекер I, 150) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера